- θιβρός
- θιβρός και θιμβρός, -ά, -όν (Α)1. θερμός, ζεστός, ψημένος2. απαλός, τρυφερός, αβρός («θιβρά Κύπρις», Καλλίμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίθετο τής αλεξανδρινής ποιήσεως, το οποίο λόγω τής αβέβαιης σημασίας του δεν έχει ερμηνευθεί επαρκώς. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με το Φοίβος και ανάγεται σε ΙE *gwhigw-ro-].
Dictionary of Greek. 2013.